Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Λορέντζος Μαβίλης, ο ήρωας ποιητής

Συντάχθηκε απο τον Ευάγγελο Γιαννουλάτο
O Λορέντζος Μαβίλης

γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του Παύλος υπηρετούσε τότε εκεί πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας. Ο παππούς του ποιητή Δον Λορέντζος Μαβίλης, Ισπανός στην καταγωγή, ήταν πρόξενος της πατρίδας του στην Κέρκυρα, όπου πήρε γυναίκα Κερκυραία και εγκαταστάθηκε εκεί. Η μητέρα του ποιητή ήταν επίσης Κερκυραία και ονομαζόταν Ιωάννα Καποδίστρια–Σούφη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια σ’ ένα αγρόκτημα, όπου έμαθε κι αγάπησε τη γλώσσα του λαού, τα τραγούδια και τις παροιμίες, και την αγάπη της αυτή την μετέδωσε στο γιο της Λορέντζο.
Ο ποιητής παρακολουθούσε τα γυμνασιακά μαθήματα στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας», όπου είχε δάσκαλο ελληνιστή τον Ιωάννη Ρωμανό. Αυτός τον σύστησε στην Αναγνωστική Εταιρία, όπου σύχναζαν τότε όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων. Εκεί γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, σοφό εκδότη του Δ. Σολωμού. Έμαθε την Ιταλική, Ισπανική, Αγγλική και Γερμανική. Το 1878 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία εγκατέλειψε μετά ένα χρόνο για να σπουδάσει στην Γερμανία φιλολογία και κυρίως γλωσσολογία και φιλοσοφία. Το 1890 στις 16 Ιουνίου αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Έρλαγκεν της Βαυαρίας. Και κατέβηκε στην Κέρκυρα.
Δεν δέχτηκε καμία θέση για να μην παραβεί τις ηθικές αρχές του. Ένα μικρό απόσπασμα επιστολής του (προς τον Κεφαλληνό) μας δίνει συμπυκνωμένο το πρόγραμμα της περαιτέρω προοπτικής του: «Ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε».
Το 1896 η Ελλάδα αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ηπείρου, Μακεδονίας και Κρήτης. Ο Μαβίλης που δεν ήταν πατριώτης μόνο στο λόγο και στην ποίηση, αλλά και στην πράξη, πολεμάει εθελοντής στην Κρήτη. Το 1897 αγωνίζεται στην Ήπειρο, πάλι εθελοντής, όπου και τραυματίζεται.

Αφιέρωμα:
Το 1910 εξελέγη βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του συντάγματος. «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία» είπε «μόνο χυδαίοι άνθρωποι!». Ο άκαμπτος χαρακτήρας του και το ότι δεν προσαρμόστηκε στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε, το λεγόμενο ρουσφέτι, συντέλεσε στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.
Ο ποιητής Μαβίλης, εκτός από μερικά ποιήματα που δημοσίευσε σε περιοδικά της εποχής, δεν εξέδωσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε. Τα άπαντά του κυκλοφόρησαν με την φροντίδα του φίλου του Κ. Θεοτόκη στην Αλεξάνδρεια το 1915. Η μετριοφροσύνη χαρακτήριζε πάντα τον Μαβίλη όσον αφορά το έργο του. Αυτός ο εκπληκτικός μάστορας του σονέτου (δεκατετράστιχο ποίημα που αποτελείται από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα) έστελνε τους στίχους του στον Παλαμά με την υποσημείωση: «Για το συρτάρι σου».
Οι κριτικοί του καιρού του αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν τεχνίτη απαράμιλλο. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν γι’ αυτή του την τελειομανία, χαρακτηρίζοντάς την σαν μια νεκρή πεταλούδα που μπορείς να θαυμάσεις τα ψυχρά φτερά της. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πιο εύστοχα, ίσως, απ’ όλους παρατήρησε: «Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους». Και πράγματι:
Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο Μαβίλης παρά τα 53 του χρόνια κατετάγη εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων. (Ονομαζόταν Γαριβαλδινοί οι εθελοντές Έλληνες και ξένοι από το όνομα του αρχηγού τους, Ιταλού στρατηγού, Γαριβάλδη. Ερυθροχίτωνες λέγονταν λόγω του κόκκινου χιτώνα που φορούσαν.)
Εκείνη την εποχή ο Μαβίλης ήταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού για μια μεγάλη ποιήτρια, την κυρία Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, όπως φιλολογικά επέλεξε να ονομάζεται. Η αγάπη αυτή, όσο σαγηνευτικό δόλωμα κι αν ήταν, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας κάλυψε τη φωνή της καρδιάς. «Σ’ αγαπώ/ δεν μπορώ/ τίποτ’ άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!» έγραφε για 'κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Μα αυτός τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας/ και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει…» Όχι πως δεν αγαπούν και οι ποιητές «μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου/ με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του».
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών που ήδη είχαν προχωρήσει πολύ. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωικά, επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια…
Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα χαλώντας και πολλά δόντια του. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα.
Εκείνη τη στιγμή έφτανε στο χειρουργείο και ο αρχηγός, Αλέξανδρος Ρώμας. Είδε τον Μαβίλη και κατάλαβε. «Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!» λέει δίνοντάς του το χέρι. Ο Μαβίλης μάζεψε τις στερνές του δυνάμεις, στάθηκε προσοχή και πήρε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που έτρεχε σ’ όλο το δρόμο απ’ τις πληγές των παρειών του πάγωνε το λαιμό του και του δυσκόλευε την αναπνοή. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τους κάνει νοήματα να του δώσουν χαρτί, να γράψει. Τα αίματα στάζουν απ’ όλες τις μεριές και οι βολές του πυροβολικού ακούγονται τώρα κοντύτερα. Αλλά δεν προφταίνει ούτε να γράψει. Ο παπα-Φώτης του κλείνει τα μάτια. Ο Πιπίνος Γαριβάλδης, ο μόνος εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει. Οι άλλοι σταυροκοπιούνται.
Ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής.
Τον έχουν σκεπάσει με τον ματωμένο μανδύα του.
Έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα κερδίζοντας «δώρα άγια τρία: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ Κ’ ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ»–όπως το ήθελε.
Από τότε στοίχειωσε, η ανάμνησή του και το επιβλητικό του όραμα, στην ψυχή και στην ποίηση της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε και τόσο λίγο τον χάρηκε, της Μυρτιώτισσας.

Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
κι ας είσαι νεκρός πλημμυρούν από Σένα;

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.
Μυρτιώτισσα

Παρουσίαση του λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού έργου του Χρ. Παπακίτσου



Η παρουσίαση έγινε την 15-11-2011 στην κατάμεστη αίθουσα
«Μιχαήλας» Αβέρωφ (Ακαδημίας και Γενναδίου 8) από τον διακεκριμένο φιλόλογο,
συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας κ. Κ. Μαργώνη, Πρόεδρο της Ιστορικής και
Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων, την καταπληκτική ομιλία του οποίου
παραθέτουμε:
«Κυρίες και κύριοι,
Πώς να μιλήσει κανείς, με τυπικά λόγια, για έναν άνθρωπο που τον
σέβεται και τον εκτιμά, πώς να συλλάβει τις αποχρώσεις της φωνής ενός φίλου που
μια ολάκερη ζωή αναζητά τις ρίζες του στην επικράτεια του μυθικού βασιλιά
Αθάμαντα; Πώς να μιλήσει για τον Χρήστο Παπακίτσο, μια μορφή της ζωντανής μας
Τζουμερκιώτικης παράδοσης που δεν αποτελεί το τέρμα της, αλλά που προσφέρει
διαρκώς καινούριες αρχές;
Οι σκέψεις αυτές μου θύμισαν τον μεγάλο μας δάσκαλο, τον Γιώργο
Σεφέρη. Ήρθαν στο νου μου τα λόγια του έλληνα ποιητή, όταν έγραφε για τον
Πιραντέλλο, στις Δοκιμές, πως ήταν «ένα
από τα πνεύματα που ξεχώρισαν και μας χρησιμεύουν για σημάδια αναγνωρισμού·
φάρους του πρόσκαιρου αρχιπελάγους όπου ζούμε» (Δοκιμές, τ.Α
σελ.50)
Δε θεωρώ περιττό να επαναλάβω τα λόγια του Τζουμερκιώτη
δημοσιογράφου και συγγραφέα, του Βασίλη Μαλισιόβα, που με τρόπο εύστοχο και
σύντομο, με απέριττο αλλά ουσιαστικό λόγο, αναφέρεται στον Χρήστο Παπακίτσο. «Πολυσχιδής προσωπικότητα,
προικισμένος σκαπανέας της τοπικής λαογραφίας και της ιστοριογραφίας, με τον
γλαφυρό του λόγο και τον άριστο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας άνοιξε ήδη
λεωφόρους για όλους εμάς τους νεότερους μελετητές. Τον ξέρω πολύ καλά. Δεν
θέλει επαίνους. Δεν αποζητά ούτε καν το θετικό σχόλιο. Φιλόπονος εργάτης,
εργάζεται με μόνο κριτήριο τη δημιουργία μιας παρακαταθήκης για τους
νεότερους».
Η σταδιοδρομία του και η συγγραφική του δράση τεκμηριώνουν τον
χαρακτηρισμό του ως πολυσχιδούς προσωπικότητας· δάσκαλος αρχικά, υπάλληλος του ΟΤΕ
στη συνέχεια που εξελίχθηκε σε διευθυντικό στέλεχος και καθηγητής για 15 χρόνια
των Σχολών του ΟΤΕ. Πλούσια και η συγγραφική του δραστηριότητα· ασχολήθηκε και
ασχολείται με τη δημοσιογραφία, δημοσιεύοντας άρθρα και σχόλια σε εφημερίδες
και περιοδικά. Επιλεκτικά θα αναφέρω την εφημερίδα «Τα Τζουμέρκα» και το
περιοδικό της Ι.Λ.Ε.Τ. «Τζουμερκιώτικα Χρονικά». Ταυτόχρονα υπηρέτησε και
υπηρετεί τη λογοτεχνία· έγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια, αφηγήματα,
βιβλιοκριτικές, ασχολήθηκε με τη λαογραφία και έγραψε ιστορικές και κοινωνικές
μελέτες. Εν ολίγοις άνθρωπος της δράσης, με ενεργό συμμετοχή σε κοινωνικούς,
πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς. Θα περιοριστώ στο ότι υπήρξε συνιδρυτής
της Ι.Λ.Ε.Τ. και αντιπρόεδρος της Εταιρείας στην Αττική.
Το καθαρά συγγραφικό του έργο είναι ευρύ:
επαγγελματικό, λαογραφικό, λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό. Ξεχωριστή θέση έχει
η μελέτη με τον τίτλο «Από την Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση»,
έκδοση του πρώην Δήμου Αγνάντων το 2006 και ο «Τζουμερκιώτικος γάμος», λαογραφικό
κείμενο που διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο και παρουσιάστηκε το 2010 στο
«Αράχθειο» Θέατρο της Σκούπας. Απ’ ό,τι γνωρίζω υπάρχουν έργα που πρόκειται να
εκδοθούν, ποιητική συλλογή, ιστορική έρευνα, Διηγήματα και Ευθυμογραφήματα,
Έθιμα των Τζουμερκιωτών και Θρυλικές παραδόσεις της περιοχής των Τζουμέρκων.
Η αλήθεια είναι πως ο Χρήστος Παπακίτσος αγαπά αυτό που κάνει,
αφοσιώνεται στη μελέτη της Τζουμερκιώτικης παράδοσης και δεν παύει να
στηλιτεύει, να σχολιάζει, να παρατηρεί την επικαιρότητα με το κριτικό βλέμμα
του ανθρώπου που νοιάζεται για τον τόπο του.
Πρόσφατα, στην εφημερίδα «Άγναντα Άρτας», με το δικό του αμίμητο
τρόπο, φέρνοντας στην επιφάνεια τα βιώματα και τη γλώσσα του παρελθόντος
κατάλληλα συνταιριασμένο με τα προβλήματα του παρόντος, έγραψε τα ακόλουθα:
«Κατά τη Γερμανική Κατοχή του 1941-44
«γλυτώσαμε από τον εξ ασιτίας θάνατο χάρη στα «φτηνά χωράφια» μας, τις
«Ξελάστρες». Τώρα, κάποιοι συντοπίτες μας, που έχουν ακουστά για την πείνα
εκείνης της εποχής, λένε: «Έρχονται δύσκολες μέρες. Πρέπει να πάμε στα χωριά
μας να σπείρουμε τα χωράφια μας και ας μην ξέρουν αρκετοί από αυτούς αν η σπορά
γίνεται με άβραστο ή βρασμένο σπόρο! Χώρια που δεν ξέρουν ούτε κατά πού πέφτουν
τα χωράφια τους, ούτε αν αυτά «πάρθηκαν» από τα ρέματα ή «καταπατήθηκαν» από κεδρότουφες
και βάτα.»
Έτσι απλά διατρέχει, με διαπεραστικό βλέμμα, τα γεγονότα από το
40’- 41 ως σήμερα, κάνει τον απολογισμό των τελευταίων εβδομήντα χρόνων και,
όπως οι αρχαίοι σοφοί, μιλά για τα «προσιόντα», τη μυστική βοή .... των πλησιαζόντων γεγονότων. Και την
προσέχουν οι ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί»
(Κ. Καβάφης, Θεοί δε προσιόντων, σελ.17), για να θυμηθούμε τον Καβάφη. Η
ανεπαίσθητη και υπόρρητη συνάφεια με τον Σεφέρη ή τον Καβάφη αποκαλύπτει το
πνευματικό υπόστρωμα του έργου του Χρ. Παπακίτσου, την πλατιά, ουμανιστική του
παιδεία. Ως πνευματικός άνθρωπος, θα τολμούσα να πω, έχει αναλάβει ενεργητικό
ρόλο στην κοινωνική ζωή. Δεν παραμένει αμέριμνος θεατής δραστηριοτήτων, αλλά
υποτάσσεται εκουσίως στο ηθικό αίτημα του σκεπτόμενου ανθρώπου. Εδώ
επιβεβαιώνεται η Πλατωνική ρήση «μέγιστον μάθημα ρητόν ουδαμώς έστιν ως άλλα
μαθήματα». Η προσωπικότητα του ανθρώπου διδάσκει από μόνη της.
Όποιος γνώρισε τον Χρ. Παπακίτσο το διαπίστωσε· η
αγάπη για τη μικρή ορεινή πατρίδα, ο γνήσιος ουμανισμός του, η ζωντανή αίσθηση
των πραγμάτων περνούν ανεμπόδιστα στην κουβέντα με τους φίλους, στη χειρονομία,
στο στίχο. Στο έργο του δεν ανιχνεύει κανείς ίχνη αναφομοίωτων επιρροών, ιδέες
και σκέψεις που δεν είναι συνυφασμένες με τον εαυτό του, την παιδεία του, το
πνευματικό του ήθος, τη ζωή στα Τζουμέρκα. Το 2010 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο
στο διαγωνισμό διηγήματος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο τίτλος του είναι «Η
ζωντανή αφίσα».
Σας διαβάζω ένα απόσπασμα από το αδημοσίευτο αφήγημά του με τον
τίτλο «Πλάγιασε στις ρίζες του».
«Κρίμα!... Πάει το χωριό...», συλλογιζόταν
και μονολογούσε: «Σε λίγο, λύκοι και αρκούδες θα ουρλιάζουν στις αυλές των
σπιτιών μας και μέσα τους θα γεννούν και θα λαλούν κίσσες και κουκουβάγιες»...
Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου προστέθηκε
και καινούργιο στρώμα χιονιού πάνω στο παλαιό, το κρουσταλλιασμένο. Το χωριό
αποκλείστηκε, τα τηλέφωνα σίγησαν, οι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα σπίτια τους
και οι καμπάνες της Εκκλησίας του Αγίου δε σήμαιναν στη γιορτή του. Έγιναν κι
αυτές απροσπέλαστες. Ο κυρ-Δημήτρης, τοποθετώντας και τον εαυτό του μέσα σ’
αυτή τη φρικτή εικόνα, ταρακουνήθηκε ψυχικά. Θυμόταν και ψέλλιζε: «Τι ωραία που
ήταν παλαιά εδώ! Γεμάτος από ανθρώπους ήταν ο τόπος· γεμάτος ζωή και δράση!
Ποτέ δε μας έκλεισε το χιόνι στα σπίτια μας. Οι νέοι με τα φτυάρια ξεχιόνιζαν
τους δρόμους και τα μαθητούδια πήγαιναν χαρωπά στο σχολειό τους με τη σάκα στον
ώμο και στο χέρι, σαν αντιολισθητικό μπαστούνι, το καυσόξυλο για τη σχολική
τους σόμπα. Αλλά και τι καλά περάσαμε πέρυσι στη γιορτή μου στην Αθήνα!...Πόσο
το χάρηκαν τα παιδιά και τα εγγόνια μου! Σήμερα η Ρέα μου, τα παιδιά μας και οι
φίλοι μου θα προσπαθούν να μου τηλεφωνήσουν για να μου ευχηθούν, και μπορεί να
περνούν πολλά απ’ το μυαλό τους για τις αναπάντητες κλήσεις τους...Πού να ξέρουν
ότι η χιονοθύελλα γκρέμισε τα τηλεγραφόξυλα και έκοψε τις τηλεφωνικές
γραμμές...».
Εκείνο το βράδυ έσβησε στην κορυφή του
χωριού και ένα ακόμη τζάκι. Ένα ακόμη καντήλι ξέμεινε από λάδι... Ήταν του
Δημήτρη... Ο Κοινοτάρχης, που κατοικούσε αγνάντια, δεν είδε τους συνηθισμένους
πρωινούς «αποθρώσκοντας» γκρίζους καπνούς από το τζάκι του Δημήτρη και
ανησύχησε. Πώς όμως να φτάσει ως εκεί;
Δύο μέρες πάλευαν τα γεροντάκια να
ξεχιονίσουν το δρόμο. Έφτασαν κάποια στιγμή με την ψυχή στο στόμα. Φώναξαν,
ξαναφώναξαν, αλλά απόκριση δεν έπαιρναν... Παραβιάζοντας την πόρτα, βρήκαν το
σπιτονοικοκύρη πεσμένο στο παράθυρο ν’ αγναντεύει κατά το χωριό με ορθάνοιχτα
τα παγωμένα μάτια του!... Ο γιατρός διέγνωσε καρδιακή ανακοπή που επέφερε το
μοιραίο πριν από τρεις μέρες. Ο συνονόματός του Άγιος του επιφύλαξε σαν
τελευταίο γιορτινό δώρο την παραμονή του στο χωριό για πάντα... Το επίμονο
όνειρο της ζωής του εκπληρώθηκε με το θάνατό του...»
Ο Σεφέρης έρχεται ξανά στο νου μας: «...
την ύπαρξη αυτή, [της πραγματικότητας του πνευματικού ανθρώπου] ίσως μπορεί να
τη δώσει το βαθύ οργανικά αίσθημα της ανάγκης να σωθεί, στη δύσκολη εποχή μας,
ό,τι μπορεί να σωθεί από την ανθρώπινη αξιοσύνη». (Δοκιμές). Αυτό πασχίζει να
σώσει, με τον λόγο του, και ο Χρ. Παπακίτσος, την ανθρώπινη πλευρά του εαυτού
μας, την ξεχασμένη στο μακρινό παρελθόν, να κρατήσει το όνειρο που τον συνόδεψε
στη ζωή του, στη συγγραφική και την πνευματική του πορεία.
Διόλου ευκαταφρόνητη δεν είναι η ποιητική παρουσία του Χρ.
Παπακίτσου. Οι τίτλοι των ποιημάτων του (Αμφιλογίες, Ωδή για το Γυμνάσιο
Αγνάντων, Η Χαλασιά, Το Γέρας, οι Στιγμές, Αν, Συμφυή και Αντίρροπα, Βαβέλ κ.ά.),
ο πεζολογικός στίχος, η φιλοσοφική και η στοχαστική διάθεση, η βιωματική σοφία,
η ειρωνεία, ο καυστικός τόνος και ο υπαινικτικός λόγος συγκροτούν την ποιητική
του τέχνη. Η πλειονότητα των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Άγναντα
Άρτας», γεγονός που δηλώνει υπόρρητα την συνάφεια με το επίκαιρο και το τοπικό.
Η οπτική γωνία όμως του δημιουργού είναι αυτή που χαρίζει στα ποιήματα τη
φιλοσοφική διάθεση. Με τον τρόπο αυτό, τον ευρηματικό, η επικαιρότητα
διυλίζεται, συνέχεται με μια διαχρονικότητα της ανθρώπινης φύσης ή συναντά το
υπόστρωμα της ανθρώπινης σκέψης στη φιλοσοφία, την ιστορία, στον λαϊκό
πολιτισμό. Εγχείρημα ομολογουμένως τολμηρό και δύσκολο, γιατί η ποίηση
κινδυνεύει να χάσει τον οίστρο της και η πραγματικότητα να χάσει την αλήθεια
της. Όμως ο Χρ. Παπακίτσος τα ισορροπεί, κινείται επί «ξηρού ακμής», ποιητικώ
τω τρόπω, με μοναδικό του όπλο τη δύναμη να μεταμορφώνει το γεγονός που αγγίζει
σε ποιητική έκφραση που αποτελεί μέσο κάθαρσης, ψυχικής και πνευματικής. Θα
έλεγα ότι έτσι δημιουργείται το ύφος της Ανάγκης.
Θα σας διαβάσω μια στροφή από το ποίημα «Αμφιλογίες», που
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Άγναντα» Άρτας στο φύλλο 157/2009.
……………………………………
«Μα ούτε και το μάρμαρο, το κρύο, το αθώο,
μου απάντησε ξεκάθαρα σε τούτα που ρωτούσα:
Πού ένιωθε καλύτερα, μέσα στη γη ατόφιο
ή τώρα απέξω σμιλευτό, γυαλιστερό και
ακριβό,
σκεπάζοντας τα λείψανα και ιδεών και ύλης;
Και ούτε ποιοι του δίνουνε την πιο πολλή
κρυάδα:
Οι από μέσα, οι άπραγοι ή οι απέξω, οι
«άρπαγοι»;»
Ένα άλλο ποίημα φέρει τον τίτλο «Μαύρη απελπισιά!» και
δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα στο φύλλο 164/2008. Σας το διαβάζω.
«Νιώθω κενός, νιώθω στεγνός, νιώθω ελαφρύς
και άδειος!.
Μου λείπουν τα οράματα, τα όνειρα, οι
ιδέες…
Στραγγίσαν οι ελπίδες μου, ξεθώριασαν οι
στόχοι,
το τούνελ δε φωτίζεται, μπροστά μου φως δε
βλέπω,
κι η εμπασιά σφαλίστηκε κι έξοδος δεν
υπάρχει!...
Μέσ’ στο σκοτάδι ψηλαφώ, μίτο ν’ αγγίξω να
πιαστώ,
μήπως και βρω μια έξοδο, μήπως και
αναβλέψω…
Εις μάτην όμως προσπαθώ. Τον πήραν τα
λαμόγια!...»
Τα ποιήματα και τα σχόλια στην εφημερίδα «Άγναντα Άρτας» αποτελούν
συγκοινωνούντα δοχεία, διαδοχικές μεταμορφώσεις του ανθρώπου που με διεισδυτικό
βλέμμα και διακριτικό τρόπο κινείται ανάμεσα στα γεγονότα, αναζητώντας την
κρυφή αλληλουχία τους. Δείγμα διανοητικής και πολιτικής ωριμότητας.
Θα έλεγα ότι σχόλια και ποιήματα συγκοινωνούν. Η προσθήκη στο
σχόλιο της έκπληξης το καθιστά δυνάμει ποιήμα. Σας θυμίζω την φράση του Οδυσσέα
Ελύτη «ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα» που προκαλεί αναμφίβολα έκπληξη στον
αναγνώστη με τον αναπάντεχο συνδυασμό των λέξεων.
Θα σας διαβάσω τώρα ένα σχόλιο που αφορά γεγονότα των πρώτων μηνών
του 2011.
«Απ’ την αρχή
δε μου είχε κάτσει καλά στο μάτι αυτός ο «Καλλικράτης». Είχα διαβάσει ότι στην
εποχή του μερικοί του καταμαρτυρούσαν πως έκανε πολύ λιγότερα από όσα έλεγε και
δεν αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Ζούσε και δρούσε υπό τη σκιά του Ικτίνου. Μου
φαίνεται ότι και σήμερα τον «καπελώνουν» οι διορισμένοι Γεν. Γραμματείς των
Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Του σερβίρουν τα αποφάγια του «Καποδίστρια», για να
του κοτσάρουν και τη ρετσινιά του «φαταούλα». Όπως ακούγεται, του επιβάλλουν να
«καταβροχθίσει» τα λίγα Σχολεία και τις ελάχιστες Δημόσιες Υπηρεσίες που
απέμειναν σε μερικές ξεχασμένες περιοχές της χώρας μας που δείχνουν την εκεί,
έστω και αναιμική αλλά πολύ χρήσιμη και συμβολική, παρουσία του κράτους.
Ελπίζουμε να γλυτώσουν τα Τζουμέρκα από τη βουλιμία του. Καλά που δεν
«αναστήθηκε» πριν από 50-60 χρόνια... Οι μισοί Έλληνες, κυρίως εμείς οι
Τζουμερκιώτες, θα μέναμε αγράμματοι και θα ζούσαμε ακόμα «πίσω απ’ τον άλλο
κόσμο», χωρίς δρόμους, χωρίς φως, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς άλλα πολλά από τα
αγαθά του λεγόμενου σύγχρονου πολιτισμού... Και όμως, μέχρι πριν από καμιά
εικοσαριά χρόνια, πολλοί από εμάς λέγαμε ότι στην περιοχή μας «δεν έγινε τίποτε
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Τώρα;;;»
Δεν θα μπορούσαμε όμως να παραγκωνίσουμε το επιστημονικό έργο του
Χρ. Παπακίτσου. Παρακάμπτοντας τα ποικίλα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, θα
εστιάσω στο βιβλίο «Από την Τζουμερκιώτικη λαλιά στη λαϊκή μας παράδοση», μιά
από τις εκλεκτές εκδόσεις του Δήμου Αγνάντων, που κυκλοφόρησε το 2006.
Πρόκειται για την πιο αυθεντική καταγραφή του γλωσσικού πλούτου
των Τζουμέρκων. Ο ίδιος, με σεμνότητα, το χαρακτηρίζει «λίγες σταγόνες λάδι στο καντήλι των
τοπικών μας παραδόσεων για να διατηρηθεί, όσο γίνεται, αναμμένο το τρεμάμενο
φως του». Ο μελετητής όμως θαυμάζει το μόχθο του συγγραφέα, που
δεκαετίες ολόκληρες συγκέντρωνε όσα άκουγε, για να φτάσει σ’ ένα πληρέστατο
κατάλογο με ιδιωματικές λέξεις και να δώσει την ερμηνεία τους. Η εργασία αυτή
προϋποθέτει μια σπάνια αρετή, την ανόθευτη αγάπη για τον τόπο, το καθήκον
απέναντι στη μικρή πατρίδα.
Είναι μια απόπειρα καταγραφής της γλωσσικής ποικιλοχρωμίας, επαφής
με τους ήχους των λέξεων, που παραπέμπουν σε εικόνες και τόπους των Τζουμέρκων,
τη στιγμή που εξαφανίζεται η ακουστική σχέση των ανθρώπων με το παρελθόν. Το
έργο αυτό αποτελεί αξιόλογη συμβολή στην καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού των
Τζουμερκιωτών, βιβλίο αναφοράς για τους γλωσσολόγους, τους λαογράφους και τους
μελετητές, εν γένει πολύτιμη κιβωτό του ιδιόμορφου πολιτισμού των Τζουμέρκων.
Όπως έγραψε ο Ν. Μπριασούλης, «Όλο
το βιβλίο του είναι απόσταγμα ενός άγρυπνου νου και μιας ευαίσθητης καρδιάς,
που δονείται διαρκώς από την ιερή έγνοια για τον τόπο, από την ασίγαστη αγάπη
για τη γενέθλια γη. Η αγάπη του για την παράδοση αγγίζει τα όρια της λατρείας».
Κυρίες και Κύριοι,
Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε, βρισκόμαστε πάντα στα χνάρια του ιδιόμορφου
πολιτισμού των Τζουμέρκων, ιχνηλάτες της πορείας των ορεσίβιων της Πίνδου στο
χρόνο, μυθικό και ιστορικό.
Στην πλούσια ζωντανή μας παράδοση ανήκει και το έργο του Χρ.
Παπακίτσου.
Σας ευχαριστώ θερμά!
ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ του Χρ. Παπακίτσου:
Κύριε Πρόεδρε της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, κ. Λευτέρη Τζόκα και
Κύριοι του Δ.Σ, σας ευχαριστώ θερμότατα για την εξαιρετική τιμή που μου κάνετε
απόψε. Μακάρι, την ενθάρρυνση που δίνετε εσείς στα μέλη της Ένωσής μας, να την
έδιναν και οι γονείς στα παιδιά τους και οι δάσκαλοι στους μαθητές τους και η
πολιτεία σε εκείνους τους υπηρέτες της που ξεχωρίζουν απ’ τους πολλούς για την
προσφορά και το ήθος τους. Αν γινόταν αυτό από καιρό, ίσως, δε θα φτάναμε στη
σημερινή πολλαπλή κρίση, που πρωτίστως είναι κρίση αξιών.
Φίλτατε, Κώστα Μαργώνη, σε ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου. Όσα
είπες για το ταπεινό μου έργο, όσο τα άκουγα, με έκαναν να κοκκινίζω. Τώρα που
συνήλθα, νιώθω δυο φορές τυχερός και χαρούμενος.
Πρώτον, γιατί
το όποιο συγγραφικό έργο μου ανέλαβες να το παρουσιάσεις, σε τούτο το τέμενος
των Μουσών, εσύ που αναγνωρίζεσαι ως ένας από τους εκλεκτότερους φιλόλογους,
συγγραφείς και κριτικούς λογοτεχνίας του τόπου μας.
Και δεύτερον,
γιατί άκουσα τόσα πολλά και καλά λόγια που, συνήθως, λέγονται
για εκείνους που δεν τα ακούνε… Και από όσους τα ακούνε, οι λίγοι κλαίνε πιο
πολύ και οι πολλοί γελάνε!... Να, γιατί με έκανες να νιώθω διπλά τυχερός και
χαρούμενος. Σε ευχαριστώ με όλη τη θέρμη της καρδιάς μου.
Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ, όλες και όλους, για την
ξεχωριστή τιμή που μου κάνετε απόψε με την εδώ παρουσία σας, παρά το τσουχτερό
κρύο. Επιπλέον, στους εξ υμών συναδέλφους εν γραφίδι, εύχομαι και στα δικά
τους.
Σας ευχαριστώ πολύ και να είστε όλοι καλά।

Στην ίδια
εκδήλωση έγινε η παρουσίαση, από τον κ. Γεώργιο Τσίλη (Διδάκτορα Ιστορίας, του
Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων) του συγγραφικού και ποιητικού έργου της φιλολόγου κας Σιακαρέλη Χατζάρα, από το Καρβουνάρι Παραμυθιάς.

Η Ένωση Ηπειρωτών Περιστερίου δεξιώθηκε τα χορευτικά της τμήματα

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσής μας, με πρωτοβουλία του και φροντίδα της συντονίστριας των Χορευτικών Τμημάτων κας Εύης Τασούλα, παρέθεσε το απόγευμα της 12/11/2011 δεξίωση προς τιμή των χορευτικών της τμημάτων και των δασκάλων τους κ.κ. Νίκου Παπαδιώτη και Βαγγέλη Κουτσοπάνου, για την εξαιρετική προσφορά τους στη λαϊκή μας παράδοση και στον τοπικό μας πολιτισμό.
Ο Α΄ Αντιπρόεδρος της Ένωσής μας κ. Χρήστος Παπακίτσος, καλωσορίζοντας τα χορευτικά (ενήλικων, νέων και παιδιών), μεταξύ άλλων είπε:
«Η Ένωση Ηπειρωτών Περιστερίου σας καλωσορίζει στην αποψινή οικογενειακή μας εκδήλωση και σας ευχαριστεί θερμώς για την αθρόα προσέλευσή σας.
Τούτη η εκδήλωση, λόγω της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας, μπορεί να φαίνεται λιτή, όμως είναι πολύ πλούσια σε συναισθήματα αγάπης, αλληλοσεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης της προσφοράς σας.
Με τη φωνή σας, το χορό σας, την κίνηση, τη χάρη και τη λάμψη των προσώπων σας ενσαρκώνετε το σφρίγος, τη ζωντάνια και τη δράση της Ένωσής μας.
Εσείς αναβιώνετε, επικαιροποιείτε και μεταλαμπαδεύετε στις νέες γενιές τη λαϊκή μας παράδοση, τον τοπικό μας, εν γένει, πολιτισμό. Το πολυπληθές παιδικό τμήμα, παιδιά των περισσοτέρων από εσάς, εγγυάται τη συνέχεια και το αναλλοίωτο της λαϊκής μας παράδοσης και ρίχνει ελπιδοφόρο φως στο θολό και αβέβαιο παρόν.
Η προσφορά σας είναι, στ’ αλήθεια, εθνική. Μας κρατάει δεμένους σφιχτά με τις ρίζες μας. Πρέπει να νιώθετε υπερήφανοι. Συγχαρητήρια σε όλους εσάς, χορεύτριες και χορευτές, μικρούς και μεγάλους, αλλά και στους εξαιρετικούς δασκάλους σας.
Η σημερινή χορευτική βραδιά ας θεωρηθεί σαν πρόβα, σαν προθέρμανση για την εμφάνισή σας στη μεγάλη χοροεσπερίδα της Ένωσής μας, που θα γίνει στις 10/12/2011. στο Περιστέρι, στο Κέντρο ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ.
Σας ευχαριστούμε. Καλή σας διασκέδαση».
Ακολούθησε προσφορά εκλεκτών παραδοσιακών μεζέδων και ποτών και, αφού δημιουργήθηκε το κατάλληλο κλίμα, απολαύσαμε τις απαράμιλλες χορευτικές δυνατότητες όλων των τμημάτων στους παραδοσιακούς χορούς.
Το όλο πρόγραμμα εμπλουτίστηκε και με λαϊκά τραγούδια και χορούς υπό τους ήχους ερασιτεχνικής λαϊκής ορχήστρας, που ήταν μια ευχάριστη έκπληξη που ευγενώς μας επιφύλαξαν μέλη και φίλοι της Ένωσής μας.
Το σχεδόν αυθόρμητο αυτό ζεστό οικογενειακό γλέντι των χορευτικών μας τμημάτων είχε καταπληκτική επιτυχία και κράτησε ως τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής.