Μετά εξήντα χρόνια, ο Δημήτρης Τασούλας μόνιμος κάτοικος της Ραβενής Φιλιατών
Ο Δημήτρης Τασούλας, από τη Ραβενή Φιλιατών, μετά από εξήντα σχεδόν χρόνια, επιστρέφει το 2007, οριστικά στην Ιθάκη του. Συνταξιούχος και απόμαχος πια της εργασίας, με τη σύμφωνη γνώμη και της συντρόφου του, Χαρίκλειας, εγκατέλειψαν το Περιστέρι Αττικής, όπου κατοικούσαν και εργάζονταν, και ξαναγύρισαν στα πάτρια χώματα, στη Ραβενή, για τα υπόλοιπα ήσυχα χρόνια τους. Ενδιαφέρων και φιλοσοφημένος τύπος ο Δημήτρης, μας προσκάλεσε στη Ραβενή, για καφέ και κουβέντα.
-Ξενιτεύτηκα ή μάλλον ‘‘λιποτάχτησα’’ από την πείνα, τη φτώχεια και την ανέχεια του χωριού μου, το 1948, κι ενώ ακόμα μαινόταν στη Μουργκάνα ο Εμφύλιος πόλεμος.-
Ήσουν τότε μόλις έντεκα χρόνων;-
Τόσο.Με πήρε μαζί του ένας μπάρμπας μου στρατιώτης, που πήγαινε στην Αθήνα με το λόχο του.Μ’ έβαλε κρυφά στο στρατιωτικό αυτοκίνητο στη Βροσύνα. Από εκεί στα Γιάννενα και ύστερα στην Πρέβεζα.
Μπήκαμε κρυφά σ’ ένα σαπιοκάραβο, μαζί με όλους στρατιώτες.
Εκεί μέσα με έκρυψε, κάπου, γιατί απαγορευόταν.Με αντιλήφθηκαν κάτι στρατιώτες, αλλά δεν είπαν τίποτα. Τους εξήγησε ο μπάρμπας μου. Σε κάποια στιγμή στο ταξίδι, ανοιχτά στη θάλασσα, με πήρε είδηση κι ο καπετάνιος. Αγρίεψε. Έβαλε τις φωνές.
Τότε του εξήγησε κι αυτουνού ο μπάρμπας μου, ότι με λυπήθηκε και με πήρε κρυφά μαζί του, γιατί η πείνα, η φτώχεια και η ανέχεια ήταν αβάσταχτες στο σπίτι μου και στο χωριό μου. Διαμαρτυρήθηκε ξανά καπετάνιος, μα δεν το συνέχισε’’.
-Και πού σας έβγαλε το ‘‘κρουαζερόπλοιο’’;
-Μας έβγαλε στην Πάτρα. Από εκεί θα συνεχίζαμαν με τρένο για την Αθήνα.
Εκεί να ιδείς πλάκα! Με αφήνει ο μπάρμπας μου μεσ’ στις ράγες του τρένου, και πηγαίνει να βγάλει εισιτήρια.
Εγώ, που δεν είχα ιδέα από τρένα, καθόμουν πάνω στις ράγες. Το τρένο σφύριζε λίγο πιο μακριά. Εγώ χαμπάρι. Κάποιος ξενοδόχος από απέναντι πετάγεται και έντρομος φωνάζει:
‘‘Μικρέ, τι κάνεις εκεί; Γιατί στέκεσαι εκεί πέρα’’;
Εγώ τίποτα. Δεν καταλάβαινα. Το τρένο πλησίαζε και σφύριζε δυνατά.
Πετάγεται τότε ο ξενοδόχος και με αρπάζει από το χέρι. Μόλις που με πρόλαβε.
Τέλος πάντων. Μπήκαμαν στο τρένο και φτάσαμαν στην Αθήνα. Τότε το ταξίδι τελείωσε, ενώ άρχιζε ο αγώνας της επιβίωσης και της αναζήτησης στέγης και τροφής.
-Πώς ήταν οι πρώτες σου εμπειρίες στην Πρωτεύουσα;
-Αρχικά με περιμάζεψε ένας συμπατριώτης μας από την Κεραμίτσα, ο Θεολόγης Σούτης, πεθερός του αδερφού μου.
Τότε, το 1948 τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και στην Αθήνα. Ήμουν πάντα αδύνατος και φιλάσθενος.
Περιπλανήθηκα σε διάφορες πρόχειρες δουλειές σε καφενεία, σε ταβέρνες, σε οικοδομές, όπου τύχαινε.
-Δεν άργησες, όμως να βρεις το δρόμο σου.
- Το 1955 γνώρισα τη Χαρίκλεια, που έμελλε να γίνει ο αχώριστος σύντροφός μου στη ζωή.
Παντρευτήκαμαν και αποχτήσαμαν τρία παιδιά:
Το Γιώργο, τον Περικλή και την Αλεξάνδρα.
Κατέληξα τελικά στη δουλειά του φούρναρη. Πρώτα σαν υπάλληλος και όταν έμαθα καλά τη δουλειά, άνοιξα στο Περιστέρι, δική μου επιχείρηση αρτοποιίας.
Με σκληρή και τίμια δουλειά και με τη σύντροφό μου στο πλευρό μου, ευδοκιμήσαμαν.
-Η πατρίδα, τι θέση κρατούσε στην καρδιά σου;-
Το χωριό μου, που το στερήθηκα, από μικρός, είχε κολλήσει στο μυαλό μου.
Το αγαπούσα με πάθος και το αγαπάω. Ερχόμουν εδώ τακτικά, όταν μου το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις μου.
Αγαπάω όλη την Ήπειρο και βεβαίως και τη Θεσπρωτία και τις Φιλιάτες και την περιοχή μας και τη Μουργκάνα και το χωριό μου φυσικά.
Σε αντιστάθμισμα της πατρίδας, που μου έλειψε, ήμουν πάντα ενεργό και δραστήριο μέλος της Ένωσης Ηπειρωτών Περιστερίου.
Χωρίς να περιαυτολογώ, ήμουν πάντα χορηγός των εκδηλώσεων και των δραστηριοτήτων της.
Και επειδή ο θεός μας βοήθησε στην επιχείρησή μας και προκόψαμαν, αποφασίσαμε από κοινού με την αείμνηστη σύντροφό μου Χαρίκλεια, να παραχωρήσουμε δωρεάν το ευρύχωρο ισόγειο γραφείο μας στην Ένωση Ηπειρωτών Περιστερίου, για τις ανάγκες της.-
Σε έχει πληγώσει η ζωή Δημήτρη;
-Επιστρέφοντας με τη σύντροφό μου στη Ραβενή, οργανώσαμε καλά τη ζωή μας. Δυστυχώς όμως, ζήλεψε τη χαρά μας ο Άρχοντας του Άδη και ήρθε και πήρε κοντά του τη Χαρίκλεια. Ήταν 11 Αυγούστου 2008.
-Αυτή η δραματική οικογενειακή εξέλιξη, άλλαξε τα σχέδιά σου; Θα παραμείνεις για πάντα στη Ραβενή;
-Έχω φιλοσοφήσει τη ζωή. Έφυγε η γυναίκα μου από την ζωή.
Αλλά η ζωή στη Ραβενή συνεχίζεται. Παραμένουμε οριστικά εδώ, γιατί θέλουμε να ενισχύσουμε και να υποστηρίξουμε την επιστροφή όλων, τουλάχιστον των συνταξιούχων στις πατρίδες τους. Ακόμη κι αυτών, που τα βγάζουν δύσκολα, τη γενιά των 700 Ευρώ.
Αυτά τα παιδιά, που θα αποφασίσουν την επιστροφή τους ,ή αυτά που μένουν εδώ και αποφασίζουν να παραμείνουν, θα πρέπει να υποστηριχτούν από τους τοπικούς παράγοντες, από τις τοπικές Αρχές και από τις τοπικές κοινωνίες. Όχι βέβαια να προσληφθούν στο δημόσιο και τους δήμους. Αλλά να τους δώσουν δουλειά, να τους προσφέρουν ευκαιρίες.
Η αύξηση της επιστροφής των κατοίκων στις πατρίδες τους, θα σημάνει και την οικονομική άνοδο του τόπου τους.
Να προσθέσω ακόμα και την ανάγκη της υποστήριξης όλων των τοπικών αγορών, όλων των μικροκαταστημάτων στα χωριά μας, για να παραμείνουν ζωντανά.
Προσκαλώ λοιπόν, όλους τους Θεσπρωτούς, όλους τους Ηπειρώτες, να επιστρέψουν στα χωριά τους, για να ξαναδώσουν ζωή στον τόπο τους. Καμιά δικαιολογία δεν χωράει. Όλα προφάσεις είναι.
- Πώς περνάει εδώ στη Ραβενή ο χρόνος σου;
- Έχω αναλάβει εθελοντικά, τη γενική επιμέλεια του χωριού μου. Όταν διαπιστώνω βλάβες, ελλείψεις, καταστροφές, σπεύδω ακόμα και με δικά μου έξοδα να διορθώσω και να αποκαταστήσω τα πράγματα.
-Το εκτιμούν αυτό οι συγχωριανοί σου;
-Δε βαριέσαι. ‘‘Ουδείς προφήτης δεκτός στην πατρίδα του’’. Κάνω το καθήκον μου, όπως το καταλαβαίνω εγώ.
Είμαι εν τάξει με τον εαυτό μου.
- Από καρδιάς, θερμές ευχές, για να ευοδωθεί το όραμά σου.
Από: www.apiroshora.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου